- ἀπόρουσε
- ἀπορούωdart awayaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακέντητος — η, ο 1. αυτός που δεν κεντήθηκε με κεντρί, ακέντριστος: Απορούσε που οι μέλισσες τον είχαν αφήσει ακέντητο. 2. αυτός που δεν είναι στολισμένος με κεντήματα: Και ακέντητο το φόρεμα ήταν ωραίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάβωτος — η, ο αυτός που δε λαβώθηκε, δεν τραυματίστηκε: Κι ο ίδιος απορούσε πως είχε μείνει αλάβωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορώ — ησα, ημένος 1. δεν ξέρω τι να κάμω, βρίσκομαι σε αμηχανία: Ο Ηρακλής απορούσε ποιο δρόμο να ακολουθήσει. 2. ξαφνιάζομαι, δεν μπορώ να εξηγήσω: Απορώ, γιατί δεν ήσουνα στο γάμο του ανιψιού σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)